δενδροκοπεω

δενδροκοπεω
    δενδροκοπέω
    δενδρο-κοπέω
    1) срубать деревья
    

(σῖτον τέμνειν καὴ δ. Xen.)

    2) лишать деревьев, опустошать
    

(χώραν Dem.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δενδροκοπεω" в других словарях:

  • δεδενδροκοπημένης — δενδροκοπέω cut down trees perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροκοποῦνται — δενδροκοπέω cut down trees pres ind mp 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροκοποῦντες — δενδροκοπέω cut down trees pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροκοπέοντος — δενδροκοπέω cut down trees pres part act masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δενδροκοπώ — (AM δενδροκοπῶ, έω) [δενδροκόπος] κόβω δένδρα αρχ. 1. κόβω, καταστρέφω οπωροφόρα δένδρα και αμπέλια 2. φρ. «δενδροκοπέω χώραν» ερημώνω μια περιοχή κατακόβοντας τα δένδρα της …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»